Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

αλλόδοξος: Difference between revisions

From LSJ

Πενίαν φέρειν οὐ παντός, ἀλλ' ἀνδρὸς σοφοῦ → Perferre inopiam non nisi sapientium est → nicht jeder meistert Armut, nur der weise Mann

Menander, Monostichoi, 463
(2)
 
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἀλλόδοξος]], -ον) <b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[οπαδός]] άλλης θρησκείας, [[αλλόθρησκος]]<br /><b>2.</b> [[οπαδός]] άλλου θρησκευτικού δόγματος, [[ετερόδοξος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που έχει διαφορετική ή σφαλερή [[αντίληψη]] για [[κάτι]]<br /><b>2.</b> [[οπαδός]] άλλης σχολής.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀλλο</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>δοξος</i> <span style="color: red;"><</span> [[δόξα]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[αλλοδοξία]], [[αλλοδοξώ]] (-έω)].
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἀλλόδοξος]], -ον) <b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[οπαδός]] άλλης θρησκείας, [[αλλόθρησκος]]<br /><b>2.</b> [[οπαδός]] άλλου θρησκευτικού δόγματος, [[ετερόδοξος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που έχει διαφορετική ή σφαλερή [[αντίληψη]] για [[κάτι]]<br /><b>2.</b> [[οπαδός]] άλλης σχολής.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀλλο</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>δοξος</i> <span style="color: red;"><</span> [[δόξα]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[αλλοδοξία]], [[αλλοδοξώ]] (-έω)].
}}
}}

Latest revision as of 23:20, 29 December 2020

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀλλόδοξος, -ον) νεοελλ.
1. οπαδός άλλης θρησκείας, αλλόθρησκος
2. οπαδός άλλου θρησκευτικού δόγματος, ετερόδοξος
αρχ.
1. αυτός που έχει διαφορετική ή σφαλερή αντίληψη για κάτι
2. οπαδός άλλης σχολής.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀλλο- + -δοξος < δόξα.
ΠΑΡ. αλλοδοξία, αλλοδοξώ (-έω)].