αλλόδοξος: Difference between revisions
From LSJ
Πενίαν φέρειν οὐ παντός, ἀλλ' ἀνδρὸς σοφοῦ → Perferre inopiam non nisi sapientium est → nicht jeder meistert Armut, nur der weise Mann
(2) |
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἀλλόδοξος]], -ον) <b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[οπαδός]] άλλης θρησκείας, [[αλλόθρησκος]]<br /><b>2.</b> [[οπαδός]] άλλου θρησκευτικού δόγματος, [[ετερόδοξος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που έχει διαφορετική ή σφαλερή [[αντίληψη]] για [[κάτι]]<br /><b>2.</b> [[οπαδός]] άλλης σχολής.<br />[<b><span style="color: brown;"> | |mltxt=-η, -ο (Α [[ἀλλόδοξος]], -ον) <b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[οπαδός]] άλλης θρησκείας, [[αλλόθρησκος]]<br /><b>2.</b> [[οπαδός]] άλλου θρησκευτικού δόγματος, [[ετερόδοξος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που έχει διαφορετική ή σφαλερή [[αντίληψη]] για [[κάτι]]<br /><b>2.</b> [[οπαδός]] άλλης σχολής.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀλλο</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>δοξος</i> <span style="color: red;"><</span> [[δόξα]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[αλλοδοξία]], [[αλλοδοξώ]] (-έω)]. | ||
}} | }} |