Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

αλλοδοξώ

From LSJ

Τῶν γὰρ πενήτων εἰσὶν οἱ λόγοι κενοί → Haud pondus ullum pauperum verbis inest → Denn der Armen Worte haben kein Gewicht

Menander, Monostichoi, 512

Greek Monolingual

(Α ἀλλοδοξῶ, -έω) ἀλλόδοξος
νεοελλ.
ανήκω σε άλλο θρησκευτικό δόγμα, είμαι αλλόδοξος
αρχ.
νομίζω κάτι διαφορετικό από ό,τι είναι στην πραγματικότητα, έχω σφαλερή αντίληψη για κάτι.