αλλόθρησκος Search Google

From LSJ

ἵνα οὖν μηδ' ἐν τούτῳ δῷ αὐτοῖς λαβήν (Photius, Fragments on the Epistle to the Romans 483.26) → so that he doesn't give them even here a handle (= an opportunity for refutation)

Source

Greek Monolingual

-η, -ο
αυτός που ανήκει σε άλλη θρησκεία ή θρησκευτικό δόγμα.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αλλο- + θρήσκος].