Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

αλλόθρησκος

From LSJ

Υἱῷ μέγιστον ἀγαθόν ἐστ' ἔμφρων πατήρ → Prudente patre bonum non maius filio → Dem Sohn ist ein verständiger Vater größtes Gut

Menander, Monostichoi, 525

Greek Monolingual

-η, -ο
αυτός που ανήκει σε άλλη θρησκεία ή θρησκευτικό δόγμα.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αλλο- + θρήσκος].