ἀλφηστικός: Difference between revisions

From LSJ

Ὥς ἐστ' ἄπιστος (ἄπιστον) ἡ γυναικεία φύσις → Muliebris o quam sexus est infida res → Wie unverlässlich ist die weibliche Natur

Menander, Monostichoi, 560
(3)
(1)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀλφηστικός]], ο (Α) [[ἀλφηστής]]<br /><b>1.</b> ο [[αλφηστής]]<br /><b>2.</b> ο [[ένας]] [[πίσω]] από τον άλλον (όπως οι ἀλφησταὶ ἰχθύες).
|mltxt=[[ἀλφηστικός]], ο (Α) [[ἀλφηστής]]<br /><b>1.</b> ο [[αλφηστής]]<br /><b>2.</b> ο [[ένας]] [[πίσω]] από τον άλλον (όπως οι ἀλφησταὶ ἰχθύες).
}}
{{elru
|elrutext='''ἀλφηστικός:''' ὁ рыба, предполож. губан Arst.
}}
}}

Revision as of 07:56, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀλφηστικός Medium diacritics: ἀλφηστικός Low diacritics: αλφηστικός Capitals: ΑΛΦΗΣΤΙΚΟΣ
Transliteration A: alphēstikós Transliteration B: alphēstikos Transliteration C: alfistikos Beta Code: a)lfhstiko/s

English (LSJ)

ὁ,

   A = ἀλφηστής 11, Arist.Fr.307, Diocl. Fr.135.

German (Pape)

[Seite 112] derselbe Fisch, Arist. bei Ath. a. a. O.

Greek (Liddell-Scott)

ἀλφηστικός: ὁ, = ἀλφηστής, ΙΙ, Ἀριστ. Ἀποσπ. 290.

Spanish (DGE)

-οῦ, ὁ
ict. maragota, Labrus merula L., Arist.Fr.307, Diocl.Fr.135.

Greek Monolingual

ἀλφηστικός, ο (Α) ἀλφηστής
1. ο αλφηστής
2. ο ένας πίσω από τον άλλον (όπως οι ἀλφησταὶ ἰχθύες).

Russian (Dvoretsky)

ἀλφηστικός: ὁ рыба, предполож. губан Arst.