ἀμετρί: Difference between revisions

From LSJ

καὶ ἄλλως δὲ πολυειδῶς συζευγνύουσι τοῖς πράγµασι τὰ µαθήµατα, ὡς καὶ τῶν πραγµάτων ὁµοιοῦσθαι τοῖς µαθήµασι δυναµένων καὶ τῶν µαθηµάτων τοῖς πράγµασι φύσιν ἐχόντων ἀπεικάζεσθαι καὶ ἀµφοτέρων πρὸς ἄλληλα ἀνθοµοιουµένων → they couple mathematical objects to things in several other ways as well, since things can be assimilated to mathematical objects, and mathematical objects can by nature be likened to things, both being in a relation of mutual resemblance

Source
(3)
(1)
Line 10: Line 10:
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>επίρρ.</b> [[άμετρος]]<br />[[δίχως]] [[μέτρο]], άμετρα, υπερβολικά.
|mltxt=<b>επίρρ.</b> [[άμετρος]]<br />[[δίχως]] [[μέτρο]], άμετρα, υπερβολικά.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀμετρί:''' v. l. = [[ἄμετρα]].
}}
}}

Revision as of 16:00, 31 December 2018

German (Pape)

[Seite 123] adv. zum vorigen, Sp., zw.

Greek (Liddell-Scott)

ἀμετρί: ἐπίρρ. τοῦ ἄμετρος, μέτρῳ ὕδωρ πίνοντες, ἀμ. δὲ μᾶζαν ἔδοντες, Παροιμ. παρὰ Σουΐδ.

Spanish (DGE)

• Alolema(s): tb. ἀμετρεί Hdn.Gr.2.464
adv. sin medida ἀ. δὲ μᾶζαν ἔδοντες op. μέτρῳ Zen.5.19.

Greek Monolingual

επίρρ. άμετρος
δίχως μέτρο, άμετρα, υπερβολικά.

Russian (Dvoretsky)

ἀμετρί: v. l. = ἄμετρα.