άμμουδα: Difference between revisions

From LSJ

Μὴ σπεῦδ', ἃ μὴ δεῖ, μηδ', ἃ δεῖ, σπεύδειν μένε → Ne agas celeria tarde, aut tarda celeriter → Unnötiges tu nicht, was nötig ist, tu gleich

Menander, Monostichoi, 344
(3)
 
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=η<br /> ο [[αμμώδης]] [[βυθός]] της θάλασσας (σε [[αντίθεση]] [[προς]] την [[αμμουδιά]], [[δηλαδή]] την αμμώδη [[παραλία]]).<br /> [<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. σχηματίστηκε από το θ. του πληθυντικού (<i>άμμου</i>-<i>δες</i>) του ουσ. [[άμμος]]].
|mltxt=η<br /> ο [[αμμώδης]] [[βυθός]] της θάλασσας (σε [[αντίθεση]] [[προς]] την [[αμμουδιά]], [[δηλαδή]] την αμμώδη [[παραλία]]).<br /> [<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> Η λ. σχηματίστηκε από το θ. του πληθυντικού (<i>άμμου</i>-<i>δες</i>) του ουσ. [[άμμος]]].
}}
}}

Latest revision as of 21:55, 29 December 2020

Greek Monolingual

η
ο αμμώδης βυθός της θάλασσας (σε αντίθεση προς την αμμουδιά, δηλαδή την αμμώδη παραλία).
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Η λ. σχηματίστηκε από το θ. του πληθυντικού (άμμου-δες) του ουσ. άμμος].