ἀμφέλικτος: Difference between revisions
From LSJ
Ἡ γλῶσσ' ἁμαρτάνουσα τἀληθῆ λέγει → Inesse linquae veritas lapsae solet → Die Zunge, wenn sie in die Irre geht, spricht wahr
(3) |
(1) |
||
Line 7: | Line 7: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ἀμφελικτός, -ή, -ὸν (Α) [[ἀμφελίσσω]]<br />([[ποιητικός]] [[τύπος]] [[αντί]] <i>ἀμφιελικτὸς</i>) συσπειρωμένος, κουβαριασμένος. | |mltxt=ἀμφελικτός, -ή, -ὸν (Α) [[ἀμφελίσσω]]<br />([[ποιητικός]] [[τύπος]] [[αντί]] <i>ἀμφιελικτὸς</i>) συσπειρωμένος, κουβαριασμένος. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀμφέλικτος:''' свернувшийся, обвившийся ([[δράκων]] Eur.). | |||
}} | }} |
Revision as of 14:36, 31 December 2018
German (Pape)
[Seite 133] ringsumwunden, Eur. Herc. F. 399.
Greek (Liddell-Scott)
ἀμφέλικτος: ον καὶ ἀμφελικτός, όν, ποιητ. ἀντὶ ἀμφιέλ-, συνεσπαρμένος, Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 399.
Greek Monolingual
ἀμφελικτός, -ή, -ὸν (Α) ἀμφελίσσω
(ποιητικός τύπος αντί ἀμφιελικτὸς) συσπειρωμένος, κουβαριασμένος.
Russian (Dvoretsky)
ἀμφέλικτος: свернувшийся, обвившийся (δράκων Eur.).