αμφίμακρος: Difference between revisions

From LSJ

ὁ γὰρ ἀποθανὼν δεδικαίωται ἀπὸ τῆς ἁμαρτίας → anyone who has died has been set free from sin, the person who has died has been freed from sin, someone who has died has been freed from sin (Romans 6:7)

Source
(3)
 
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η -ο (Α [[ἀμφίμακρος]], -ον)<br /><b>1.</b> ο [[μακρός]] και από τις δύο πλευρές<br /><b>2.</b> (στη Μετρική) «ποὺς» [[μακρός]] στην πρώτη και [[τρίτη]] [[συλλαβή]] [π. χ. [[Οιδίπους]] (-υ-)], που έχει την ιδιαίτερη [[ονομασία]] [[Κρητικός]] (αντίθ. [[αμφίβραχυς]])].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀμφι</i>- <span style="color: red;">+</span> [[μακρός]].
|mltxt=-η -ο (Α [[ἀμφίμακρος]], -ον)<br /><b>1.</b> ο [[μακρός]] και από τις δύο πλευρές<br /><b>2.</b> (στη Μετρική) «ποὺς» [[μακρός]] στην πρώτη και [[τρίτη]] [[συλλαβή]] [π. χ. [[Οιδίπους]] (-υ-)], που έχει την ιδιαίτερη [[ονομασία]] [[Κρητικός]] (αντίθ. [[αμφίβραχυς]])].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀμφι</i>- <span style="color: red;">+</span> [[μακρός]].
}}
}}

Revision as of 23:30, 29 December 2020

Greek Monolingual

-η -ο (Α ἀμφίμακρος, -ον)
1. ο μακρός και από τις δύο πλευρές
2. (στη Μετρική) «ποὺς» μακρός στην πρώτη και τρίτη συλλαβή [π. χ. Οιδίπους (-υ-)], που έχει την ιδιαίτερη ονομασία Κρητικός (αντίθ. αμφίβραχυς)].
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀμφι- + μακρός.