αμφίμακρος
From LSJ
Κύριε, βοήθησον τὸν δοῦλον σου Νῖλον κτλ. → Lord, help your slave Nilos ... (mosaic inscription from 4th-cent. church in the Negev)
Greek Monolingual
-η -ο (Α ἀμφίμακρος, -ον)
1. ο μακρός και από τις δύο πλευρές
2. (στη Μετρική) «ποὺς» μακρός στην πρώτη και τρίτη συλλαβή [π. χ. Οιδίπους (-υ-)], που έχει την ιδιαίτερη ονομασία Κρητικός (αντίθ. αμφίβραχυς)].
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀμφι- + μακρός.
Translations
amphimacer
Finnish: amfimaker, kretikos; German: Amphimacer; Greek: αμφίμακρος; Ancient Greek: ἀμφίμακρος; English: amphimacer, Cretic, cretic; Latin: amphimacrus, creticus; Polish: amfimakr, amfimacer; Romanian: amfimacru