ανεξιχνίαστος: Difference between revisions

From LSJ

ὀλίγοι τινὲς ὧν ἐντετύχηκα → a very few whom I've met

Source
(4)
 
m (Text replacement - "τοῡ" to "τοῦ")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (AM [[ἀνεξιχνίαστος]], -ον)<br />αυτός που δεν [[είναι]] δυνατόν να εξιχνιαστεί, να γίνει [[κατανοητός]]<br />«ανεξιχνίαστα μυστήρια», «ἀνεξιχνίαστοι αἱ βουλαὶ τοῡ Κυρίου», «τὸ [[ἔλεος]] τοῡ Κυρίου ἀνεξιχνίαστον»<br /><b>νεοελλ.</b><br />όποιος δεν έχει [[ακόμη]] εξιχνιαστεί, δεν έχουν ανακαλυφθεί τα ίχνη που οδηγούν στην αποκάλυψή του «ανεξιχνίαστο [[έγκλημα]]».
|mltxt=-η, -ο (AM [[ἀνεξιχνίαστος]], -ον)<br />αυτός που δεν [[είναι]] δυνατόν να εξιχνιαστεί, να γίνει [[κατανοητός]]<br />«ανεξιχνίαστα μυστήρια», «ἀνεξιχνίαστοι αἱ βουλαὶ τοῦ Κυρίου», «τὸ [[ἔλεος]] τοῦ Κυρίου ἀνεξιχνίαστον»<br /><b>νεοελλ.</b><br />όποιος δεν έχει [[ακόμη]] εξιχνιαστεί, δεν έχουν ανακαλυφθεί τα ίχνη που οδηγούν στην αποκάλυψή του «ανεξιχνίαστο [[έγκλημα]]».
}}
}}

Revision as of 12:22, 15 February 2019

Greek Monolingual

-η, -ο (AM ἀνεξιχνίαστος, -ον)
αυτός που δεν είναι δυνατόν να εξιχνιαστεί, να γίνει κατανοητός
«ανεξιχνίαστα μυστήρια», «ἀνεξιχνίαστοι αἱ βουλαὶ τοῦ Κυρίου», «τὸ ἔλεος τοῦ Κυρίου ἀνεξιχνίαστον»
νεοελλ.
όποιος δεν έχει ακόμη εξιχνιαστεί, δεν έχουν ανακαλυφθεί τα ίχνη που οδηγούν στην αποκάλυψή του «ανεξιχνίαστο έγκλημα».