ἀνεξιχνίαστος
σκηνὴ πᾶς ὁ βίος καὶ παίγνιον: ἢ μάθε παίζειν, τὴν σπουδὴν μεταθείς, ἢ φέρε τὰς ὀδύνας → all life is a stage and a play: either learn to play laying your gravity aside, or bear with life's pains | the world's a stage, and life's a toy: dress up and play your part; put every serious thought away—or risk a broken heart | Life's a performance. Either join in lightheartedly, or thole the pain. | this life a theatre we well may call, where every actor must perform with art, or laugh it through, and make a farce of all, or learn to bear with grace his tragic part
English (LSJ)
ἀνεξιχνίαστον, unsearchable, inscrutable, LXX Jb.5.9, Ep.Rom.11.33, Ep.Eph.3.8.
Spanish (DGE)
-ον
1 inescrutable, insondable τὸν ποιοῦντα μεγάλα καὶ ἀ. (al Señor) que hace obras grandes e inescrutables LXX Ib.5.9, αἱ ὁδοὶ αὐτοῦ Ep.Rom.11.33, τὸ πλοῦτος τοῦ Χριστοῦ Ep.Eph.3.9, cf. Iren.Lugd.Haer.1.2.2, Origenes M.17.324A, Gr.Naz.M.36.40C, Cat.Cod.Astr.8(2).156.
2 adv. ἀνεξιχνιάστως = inescrutablemente Mac.Aeg.M.34.716B.
German (Pape)
[Seite 224] nicht aufgespürt?
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
dont on ne peut saisir la trace, qu'on ne peut découvrir.
Étymologie: ἀ, ἐξιχνιάζω.
Russian (Dvoretsky)
ἀνεξιχνίαστος: не поддающийся исследованию, неисповедимый (ὁδοὶ θεοῦ NT).
Greek (Liddell-Scott)
ἀνεξιχνίαστος: -ον, ὃν δὲν δύναταί τις νὰ ἐξιχνιάσῃ, ἀνεξερεύνητος, Ἐπιστ. π. Ρωμ. ια΄, 33, π. Ἐφ. γ΄, 8.
English (Strong)
from Α (as a negative particle) and a presumed derivative of a compound of ἐκ and a derivative of ἴχνος; not tracked out, i.e. (by implication) untraceable: past finding out; unsearchable.
English (Thayer)
ἀνεξιχνίαστον (alpha privative and ἐξιχνιάζω to trace out), that cannot be traced out, that cannot be comprehended (A. V. unsearchable): Sept., Tdf. edition, Proleg. § xxix.); several times in ecclesiastical writings.)
Greek Monolingual
-η, -ο (AM ἀνεξιχνίαστος, -ον)
αυτός που δεν είναι δυνατόν να εξιχνιαστεί, να γίνει κατανοητός
«ανεξιχνίαστα μυστήρια», «ἀνεξιχνίαστοι αἱ βουλαὶ τοῦ Κυρίου», «τὸ ἔλεος τοῦ Κυρίου ἀνεξιχνίαστον»
νεοελλ.
όποιος δεν έχει ακόμη εξιχνιαστεί, δεν έχουν ανακαλυφθεί τα ίχνη που οδηγούν στην αποκάλυψή του «ανεξιχνίαστο έγκλημα».
Greek Monotonic
ἀνεξιχνίαστος: -ον (ἐκ, ἴχνιον), ανεξερεύνητος, αυτός που δεν ανιχνεύεται, ανεξιχνίαστος, σε Καινή Διαθήκη
Middle Liddell
[ἐκ, ἴχνιον
not to be traced, unsearchable, inscrutable, NTest.
Chinese
原文音譯:¢nexicn⋯astoj 安-誒克-衣赫你阿士拖士
詞類次數:形容詞(2)
原文字根:不-出去-(可)探索(的) 相當於: (אַיִן / מֵאַיִן)+ (חֵקֶר)
字義溯源:未追蹤出來的,不可測度的,不可理解的,無法探測的,難尋,測不透的;由(α / ἄλφα)= (ἄνευ)*=不,未)與(ἐκ / ἐκπερισσῶς / ἐκφωνέω)*=出)及(ἴχνος)=足跡)組成;而 (ἴχνος)出自(ἰκμάς)X*=獲得)。比較: (ἀνεξεραύνητος)=不能探求出來
出現次數:總共(2);羅(1);弗(1)
譯字彙編:
1) 測不透的(1) 弗3:8;
2) 難尋(1) 羅11:33
Translations
incomprehensible
Albanian: pakuptueshëm; Armenian: անհասկանալի; Belarusian: незразумелы; Bulgarian: неразбираем, непонятен; Catalan: incomprensible; Chinese Mandarin: 難以理解的/难以理解的, 費解的/费解的; Czech: nesrozumitelný; Danish: uforståelig, ubegribelig; Dutch: onbegrijpelijk; Finnish: käsittämätön, ei ymmärrettävä, siansaksa, heprea; French: incompréhensible; Galician: incomprensible; Georgian: გაუგებარი, გონებისთვის მიუწვდომელი; German: unverständlich, unbegreiflich, unfassbar; Greek: ακατανόητος; Ancient Greek: ἀάσχετος, ἀγνώς, ἄγνωστος, ἄδεκτος, ἀδιανόητος, ἀζήτητος, ἀκατάλημπτος, ἀκατάληπτος, ἀκατανόητος, ἀκράτητος, ἀκριτόφωνος, ἄληπτος, ἀμήχανος, ἀνεξερεύνητος, ἀνεξιχνίαστος, ἀνερμήνευτος, ἀξύνετος, ἀπαρακολούθητος, ἀπερίβλεπτος, ἀπερίδρακτος, ἀπερίληπτος, ἀπερινόητος, ἄσημος, ἄσκοπος, ἀσύμβλητος, ἀσύνετος, ἄσχετος, ἄφραστος, ἄφωνος, ἀχώρητος, βαθύγλωσσος, βαθύχειλος, δύσγνωστος, δυσδιανόητος, δυσεπινόητος, δυσκατανόητος, δυσλόγιστος, δυσξύμβλητος, δυσξύνετος, δυσσύνετος, σκοτεινός; Hungarian: érthetetlen, megfoghatatlan, felfoghatatlan; Italian: incomprensibile; Japanese: 不可解な, 理解できない; Norwegian Bokmål: ubegripelig, ubefattelig; Nynorsk: ubegripeleg; Occitan: incompreensible; Plautdietsch: onbejrieplich; Polish: niezrozumiały; Portuguese: incompreensível; Russian: непонятный, непостижимый, невразумительный; Scottish Gaelic: do-thuigsinneach; Spanish: incomprensible; Swedish: obegriplig, ofattbar; Tagalog: di-matingkala; Turkish: anlaşılmaz; Ukrainian: незрозумі́лий
inscrutable
Arabic: غامِض, غَلِق, مُبْهَم, مُسْتَغْلِق; Bulgarian: неразгадаем; Catalan: inescrutable, insondable; Chinese Mandarin: 不可理解的; Danish: uransagelig, uudgrundelig, gådefuld, ubegribelig, ufattelig, uforståelig; Dutch: ondoorgrondelijk; Finnish: käsittämätön; French: impénétrable, incompréhensible, insondable; Galician: inescrutábel; German: undurchschaubar; Greek: ανεξιχνίαστος, ακατανόητος; Ancient Greek: ἄδηλος, ἀδιερεύνητος, ἀνεξιχνίαστος, ἀνερεύνητος, παναπευθής; Hindi: दुरधिगम, दुर्ज्ञेय, दुर्बोध, गूढ़, दुरत्यय; Italian: impenetrabile, incomprensibile, insondabile; Latin: perplexus; Manx: neuronsoilagh; Norwegian Bokmål: uutgrunnelig; Portuguese: inescrutável; Romanian: inscrutabil, neexaminabil, necercetabil, neanchetabil, de necercetat; Russian: загадочный, непостижимый, необъяснимый, непонятный, неисповедимый; Spanish: inescrutable, impenetrable, incomprensible, insondable; Swedish: outgrundlig; Turkish: anlaşılmaz, esrarlı, gizemli, esrârengiz