ἀνισόπλευρος: Difference between revisions

From LSJ

ἀπομυξάμενος, ὦ Δῆμέ, μου πρὸς τὴν κεφαλὴν ἀποψῶ → blow your nose, Demos, and wipe your hand on my head

Source
(4)
(1)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἀνισόπλευρος]], -ον)<br /><b>νεοελλ.</b><br />(για επίπεδα ή [[στερεά]] σχήματα) αυτός που έχει άνισες πλευρές<br /><b>αρχ.</b><br />το σκαληνό [[τρίγωνο]].
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἀνισόπλευρος]], -ον)<br /><b>νεοελλ.</b><br />(για επίπεδα ή [[στερεά]] σχήματα) αυτός που έχει άνισες πλευρές<br /><b>αρχ.</b><br />το σκαληνό [[τρίγωνο]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἀνισόπλευρος:''' неравнобедренный Plat.
}}
}}

Revision as of 16:44, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνῐσόπλευρος Medium diacritics: ἀνισόπλευρος Low diacritics: ανισόπλευρος Capitals: ΑΝΙΣΟΠΛΕΥΡΟΣ
Transliteration A: anisópleuros Transliteration B: anisopleuros Transliteration C: anisoplevros Beta Code: a)niso/pleuros

English (LSJ)

ον,

   A scalene, τρίγωνον Ti.Locr.98a, Theo Sm.p.113H.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνῐσόπλευρος: -ον, ὁ ἔχων ἀνίσους πλευράς, Τίμ. Λοκρ. 98Α.

Spanish (DGE)

-ον
geom. escaleno τρίγωνον Ti.Locr.98a
de lados desiguales παραλληλεπίπεδα Theo Sm.p.113.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀνισόπλευρος, -ον)
νεοελλ.
(για επίπεδα ή στερεά σχήματα) αυτός που έχει άνισες πλευρές
αρχ.
το σκαληνό τρίγωνο.

Russian (Dvoretsky)

ἀνισόπλευρος: неравнобедренный Plat.