άνισον: Difference between revisions

From LSJ

Ἐν ταῖς ἀνάγκαις χρημάτων κρείττων φίλος → Melior amicus opibus in re turbida → In Schwierigkeiten ist ein Freund mehr wert als Geld

Menander, Monostichoi, 143
(4)
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
 
Line 3: Line 3:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=το (ΜΑ [[ἄνισον]])<br />[[κοινή]] [[σήμερα]] [[ονομασία]] του φυτού Pimpinella anisum, το [[γλυκάνισο]] ή ανασόνι.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολ. τ., [[συγγενής]] με τους τ. [[ἄννησον]], [[ἄνησον]] ή ιων. <i>ἄννητον</i>, [[ἄνητον]] και πιθ. με τον τ. [[ἄνηθον]], που μαρτυρούνται στη [[Σαπφώ]], στον Αλκαίο, στον Ηρόδοτο και από όπου πιθ. προήλθε].
|mltxt=το (ΜΑ [[ἄνισον]])<br />[[κοινή]] [[σήμερα]] [[ονομασία]] του φυτού Pimpinella anisum, το [[γλυκάνισο]] ή ανασόνι.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> Άγνωστης ετυμολ. τ., [[συγγενής]] με τους τ. [[ἄννησον]], [[ἄνησον]] ή ιων. <i>ἄννητον</i>, [[ἄνητον]] και πιθ. με τον τ. [[ἄνηθον]], που μαρτυρούνται στη [[Σαπφώ]], στον Αλκαίο, στον Ηρόδοτο και από όπου πιθ. προήλθε].
}}
}}

Latest revision as of 21:55, 29 December 2020

Greek Monolingual

ἄνισον (ἄν(ν)ισον), το (AM)
βλ. άνησον.

Greek Monolingual

το (ΜΑ ἄνισον)
κοινή σήμερα ονομασία του φυτού Pimpinella anisum, το γλυκάνισο ή ανασόνι.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Άγνωστης ετυμολ. τ., συγγενής με τους τ. ἄννησον, ἄνησον ή ιων. ἄννητον, ἄνητον και πιθ. με τον τ. ἄνηθον, που μαρτυρούνται στη Σαπφώ, στον Αλκαίο, στον Ηρόδοτο και από όπου πιθ. προήλθε].