ανωφελής: Difference between revisions

From LSJ

Γυνὴ τὸ σύνολόν ἐστι δαπανηρὸν φύσει → Natura fecit sumptuosas feminas → Es ist die Frau durchaus kostspielig von Natur

Menander, Monostichoi, 97
(5)
 
m (Text replacement - "οῡ" to "οῦ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ές (Α [[ἀνωφελής]], -οῡς)<br /><b>1.</b> αυτός που δεν ωφελεί, [[άχρηστος]]<br /><b>2.</b> [[βλαβερός]], [[επιζήμιος]].
|mltxt=-ές (Α [[ἀνωφελής]], -οῦς)<br /><b>1.</b> αυτός που δεν ωφελεί, [[άχρηστος]]<br /><b>2.</b> [[βλαβερός]], [[επιζήμιος]].
}}
}}

Latest revision as of 19:50, 13 June 2022

Greek Monolingual

-ές (Α ἀνωφελής, -οῦς)
1. αυτός που δεν ωφελεί, άχρηστος
2. βλαβερός, επιζήμιος.