αρρενοπίπης: Difference between revisions
From LSJ
Γνώμης γὰρ ἐσθλῆς ἔργα χρηστὰ γίγνεται → Proba sunt illius facta, cui mens est proba → Aus edler Einstellung erwächst die edle Tat
(6) |
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἀρρενοπίπης]], ο (Μ)<br />αυτός που κοιτάζει [[λάγνα]] τα αγόρια.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[άρρην]], -<i>ενος</i> <span style="color: red;">+</span> <i>οπιπή</i> > [[οπιπεύω]] «[[κοιτάζω]] με [[περιέργεια]], [[παρακολουθώ]] με το [[βλέμμα]]» ( | |mltxt=[[ἀρρενοπίπης]], ο (Μ)<br />αυτός που κοιτάζει [[λάγνα]] τα αγόρια.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[άρρην]], -<i>ενος</i> <span style="color: red;">+</span> <i>οπιπή</i> > [[οπιπεύω]] «[[κοιτάζω]] με [[περιέργεια]], [[παρακολουθώ]] με το [[βλέμμα]]» (πρβλ. [[γυναικοπίπης]], [[παρθενοπίπης]])]. | ||
}} | }} |
Revision as of 11:10, 23 December 2018
Greek Monolingual
ἀρρενοπίπης, ο (Μ)
αυτός που κοιτάζει λάγνα τα αγόρια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < άρρην, -ενος + οπιπή > οπιπεύω «κοιτάζω με περιέργεια, παρακολουθώ με το βλέμμα» (πρβλ. γυναικοπίπης, παρθενοπίπης)].