περιέργεια
From LSJ
πάντες γὰρ οἱ λαβόντες μάχαιραν ἐν μαχαίρῃ ἀπολοῦνται → all they that take the sword shall perish with the sword
Greek Monolingual
η, Ν, περιεργία ΜΑ και περιέργεια Μ περίεργος
άσκοπο, ανώφελο ενδιαφέρον για ξένες υποθέσεις, επέμβαση στις υποθέσεις άλλων
νεοελλ.
επίμονη επιθυμία κάποιου να δει ή να μάθει κάτι
μσν.-αρχ.
1. μάταιη, άσκοπη απασχόληση με ασήμαντα ζητήματα («ἀλλὰ μὴ ἐμὴ περιεργία ᾖ καὶ τὸ ἐρωτῆσαί σε περὶ τούτου», Πλάτ.)
2. υπερβολή στην κατασκευή, την παρασκευή ή την χρήση («α. πεμμάτων περιεργίαι», Λουκιαν.
β. «μύρων ποικίλων περιεργίαις χρώμενοι», Ευσ.)
3. δεισιδαιμονία, ενασχόληση με τη μαγεία (α. «οἰωνιστικῆς περιεργίας», Γρηγ. Νύσσ.
β. «τὴν τῶν ἀφανῶν πνευμάτων περιεργίαν», Ευσ.)
αρχ.
ανώφελη, άχρηστη μάθηση.