ἀρρενοπίπης
From LSJ
English (LSJ)
[ῑ], ου, ὁ, one who looks lewdly on males, Eust.827.30.
Greek (Liddell-Scott)
ἀρρενοπίπης: [ῑ], -ου, ὁ, (ὀπιπτεύω) ὁ ῥίπτων λάγνα βλέμματα ἐπὶ ἀρρένων, Εὐστ. 827. 30· πρβλ. παρθενοπίπης.
Greek Monolingual
ἀρρενοπίπης, ο (Μ)
αυτός που κοιτάζει λάγνα τα αγόρια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < άρρην, -ενος + οπιπή > οπιπεύω «κοιτάζω με περιέργεια, παρακολουθώ με το βλέμμα» (πρβλ. γυναικοπίπης, παρθενοπίπης)].