3,276,932
edits
(6) |
(3) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=<b>(I)</b><br />-η, -ο (AM [[ἄσωτος]], -ον) (Ι) [[σώζω]]<br />[[σπάταλος]], [[έκλυτος]], διεφθαρμένος<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br /><b>1.</b> αυτός που δεν έχει [[ελπίδα]] σωτηρίας, που βρίσκεται σε [[απόγνωση]]<br /><b>2.</b> <b>ενεργ.</b> αυτός που φέρνει την [[καταστροφή]], που αποτελεί [[κατάρα]] για κάποιον<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «ἀσώτως ἔχω» — κινδυνεύει η ζωή μου.———————— <b>(II)</b><br />-η, -ο<br />[[άσωστος]]. | |mltxt=<b>(I)</b><br />-η, -ο (AM [[ἄσωτος]], -ον) (Ι) [[σώζω]]<br />[[σπάταλος]], [[έκλυτος]], διεφθαρμένος<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br /><b>1.</b> αυτός που δεν έχει [[ελπίδα]] σωτηρίας, που βρίσκεται σε [[απόγνωση]]<br /><b>2.</b> <b>ενεργ.</b> αυτός που φέρνει την [[καταστροφή]], που αποτελεί [[κατάρα]] για κάποιον<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «ἀσώτως ἔχω» — κινδυνεύει η ζωή μου.———————— <b>(II)</b><br />-η, -ο<br />[[άσωστος]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἄσωτος:''' -ον ([[σώζω]])·<br /><b class="num">I.</b> αυτός που δεν έχει [[ελπίδα]] σωτηρίας, [[απεγνωσμένος]], εγκαταλειμμένος, [[άσωτος]], [[έκλυτος]], Λατ. [[perditus]], σε Σοφ., Αριστ.<br /><b class="num">II.</b> Ενεργ., [[ἄσωτος]] γένει, αυτός που φέρνει την [[καταστροφή]], την [[κατάρα]] στο [[γένος]], [[ολέθριος]], σε Αισχύλ. | |||
}} | }} |