βέλτατος: Difference between revisions
From LSJ
ἀπόδοτε οὖν τὰ Καίσαρος Καίσαρι καὶ τὰ τοῦ θεοῦ τῷ θεῷ → So then pay to Caesar what belongs to Caesar, and to God what belongs to God! (Matthew 22:21)
(7) |
(1b) |
||
Line 7: | Line 7: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ον [[βέλτατος]], -η, -ον <b>(ποιητ.)</b> (Α)<br />υπερθ. του [[αγαθός]], ο [[άριστος]], ο [[καλύτερος]] απ' όλους.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Βλ. λ. [[βέλτερος]]. | |mltxt=-η, -ον [[βέλτατος]], -η, -ον <b>(ποιητ.)</b> (Α)<br />υπερθ. του [[αγαθός]], ο [[άριστος]], ο [[καλύτερος]] απ' όλους.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Βλ. λ. [[βέλτερος]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''βέλτᾰτος:''' Aesch. = [[βέλτιστος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 17:48, 31 December 2018
French (Bailly abrégé)
η, ον :
c. βέλτιστος.
Étymologie: cf. βέλτερος.
Spanish (DGE)
-η, -ον
sup. de ἀγαθός q.u., subst. τὸ β. lo mejor A.Supp.1054, ἀστῶν τῶν ἐμῶν τὰ βέλτατα A.Eu.487, στρατοῦ τὰ βέλτατα A.Fr.132c.14, v. tb. βέλτιστος.
Greek Monolingual
-η, -ον βέλτατος, -η, -ον (ποιητ.) (Α)
υπερθ. του αγαθός, ο άριστος, ο καλύτερος απ' όλους.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. βέλτερος.
Russian (Dvoretsky)
βέλτᾰτος: Aesch. = βέλτιστος.