γηροκόμος: Difference between revisions

From LSJ

Μακάριος, ὅστις οὐσίαν καὶ νοῦν ἔχειFelix, qui mentem cum divitiis possidet → Glückselig, wer Vermögen und Vernunft besitzt

Menander, Monostichoi, 340
(8)
(3)
Line 10: Line 10:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[γηροκόμος]], ο, η (Α [[γηροκόμος]], -ον<br />Μ [[γηροκόμος]], ο, η)<br />αυτός που φροντίζει τους γέρους.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[γήρας]] <span style="color: red;">+</span> -<i>κόμος</i> <span style="color: red;"><</span> [[κομώ]]].
|mltxt=[[γηροκόμος]], ο, η (Α [[γηροκόμος]], -ον<br />Μ [[γηροκόμος]], ο, η)<br />αυτός που φροντίζει τους γέρους.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[γήρας]] <span style="color: red;">+</span> -<i>κόμος</i> <span style="color: red;"><</span> [[κομώ]]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''γηροκόμος:''' -ον ([[κομέω]]), αυτός που φροντίζει κάποιον ηλικιωμένο, σε Ησίοδ.
}}
}}

Revision as of 22:04, 30 December 2018

Greek (Liddell-Scott)

γηροκόμος: -ον, (κομέω) ὁ περιθάλπων τὸ γῆρας, χήτει γηροκόμοιο Ἡσ. Θ. 605· δαίμων ἀντ᾿ἐμέθεν ὤπασε γηροκόμους, δηλ. θυγατέρας, Ἐπιγράμμ. Ἑλλην. 536· χεὶρ γ. Ἐπιτάφ. ἐν τῇ Συλλ. Ἐπιγρ. 765. 14· φροντίδες γ. Ὀππ. Ἁλ. 5. 85.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui prend soin de la vieillesse.
Étymologie: γῆρας, κομέω.

Spanish (DGE)

-ον

• Alolema(s): γηρω- Lib.Decl.49.25

• Morfología: [gen. ép. -οιο Hes.Th.605]
I 1atendido en la vejez γενέτας IMEG 67.6 (II a.C.).
2 que cuida en la vejez ἔσῃ τ' ἐμοὶ εἰς κηδεμόνα καὶ γηροκόμον I.AI 1.231, cf. Lib.l.c., θυγατέρες ITomis 174.9 (II/III d.C.), χείρ IG 22.7447.14 (II d.C.), φροντίσι γηροκόμοισιν con solícitas preocupaciones por el anciano (padre), Opp.H.5.85, γεροκόμοι ἐλπίδες esperanzas que dan aliento en la vejez Gr.Naz.M.35.928A, cf. A.D.Pron.5.6.
II subst. ὁ γ.
1 persona que cuida en la vejez χήτει γηροκόμοιο sin tener quien cuide en la vejez Hes.l.c.
2 necesidad de atención en la vejez ἡμῖν τε ὁ γ. ἐγγύς Alciphr.2.13.3.

Greek Monolingual

γηροκόμος, ο, η (Α γηροκόμος, -ον
Μ γηροκόμος, ο, η)
αυτός που φροντίζει τους γέρους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γήρας + -κόμος < κομώ].

Greek Monotonic

γηροκόμος: -ον (κομέω), αυτός που φροντίζει κάποιον ηλικιωμένο, σε Ησίοδ.