δενδαλίς: Difference between revisions
Ἐφόδιον εἰς τὸ γῆρας αἰεὶ κατατίθου → Bonum senectae compara viaticum → Wegzehrung für das Alter sorge stets dir vor
(8) |
(1b) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[δενδαλίς]] και [[δανδαλίς]], η (Α)<br />[[είδος]] γλυκίσματος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πρόκειται για λ. αβέβαιης ετυμολ., που χρησιμοποιούνταν περισσότερο στον πληθ. αριθμό. Η λ. συσχετίστηκε με τον τ. <i>σεμίδᾱλις</i>, [[αλλά]] το <i>α</i> της λ. [[δενδαλίς]], [[είναι]] βραχύ. Ίσως πρόκειται για λ. με εκφραστικό αναδιπλασιασμό.]. | |mltxt=[[δενδαλίς]] και [[δανδαλίς]], η (Α)<br />[[είδος]] γλυκίσματος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πρόκειται για λ. αβέβαιης ετυμολ., που χρησιμοποιούνταν περισσότερο στον πληθ. αριθμό. Η λ. συσχετίστηκε με τον τ. <i>σεμίδᾱλις</i>, [[αλλά]] το <i>α</i> της λ. [[δενδαλίς]], [[είναι]] βραχύ. Ίσως πρόκειται για λ. με εκφραστικό αναδιπλασιασμό.]. | ||
}} | |||
{{etym | |||
|etymtx=-ίδος<br />Grammatical information: f.<br />Meaning: <b class="b2">kind of barley-cake</b> (Nikopho, Eratosth.); <b class="b3">δενδαλίδας οἱ μεν ἄνθος τι</b>, <b class="b3">ἄλλοι τὰς λευκὰς κάχρυς</b>, <b class="b3">οἱ δε τὰς ἐπτισμένας κριθὰς πρὸ τοῦ φρυγῆναι</b>, <b class="b3">οἱ δε τὰς ἐκ κριθῶν μάζας γενομένας</b> H. The <b class="b3">α</b> is short in Nikophon.<br />Other forms: Also <b class="b3">δανδαλίς</b> H., Pollux<br />Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]X [probably]<br />Etymology: Cf. <b class="b3">σεμίδαλις</b> <b class="b2">fine wheaten flour</b>, further unknown. But the last word prob. from Accadian [[samidu]]. One might think of redupl. <b class="b2">da\/e-n-dali-</b> (with prenasal.). | |||
}} | }} |
Revision as of 23:50, 2 January 2019
English (LSJ)
ίδος, ὁ, a kind of
A barley-cake, Nicopho 15, Eratosth.10; cf. δανδαλίς.
German (Pape)
[Seite 545] ίδος, ἡ, nur plur., ἱεραὶ κριθαί, B. A. 241; Hesych. s. v. Δενδαλίδας; Nicopho com. Ath. XIV, 645 c. Vgl. δανδαλίς.
Greek (Liddell-Scott)
δενδαλίς: ἡ, εἶδος κριθίνου πλακοῦντος, Νικόφ. Χειρ. 2, Ἐρατοσθ. παρὰ Σχολ. Ἀπολλ. Ροδ. Α. 972: πρβλ. δανδαλίς.
Spanish (DGE)
-ίδος, ἡ
• Alolema(s): δανδαλίς Poll.6.77, Hsch.
1 torta de cebada Nicopho 6, χερνῆτις ἔριθος ... δενδαλίδας τεύχουσα Eratosth.10, cf. Hsch., Phot.δ 181
•de trigo tostado, Poll.l.c., Hsch., Phot.δ 181
•usada en sacrificios EM 255.54G., AB 241.12.
2 cebada en Eubea, Thphr.Fr.Phot.20
•tanto en grano cruda como tostada blanca, Hsch., Phot.δ 181.
3 bot. un tipo de flor Hsch., Phot.δ 181.
• Etimología: Forma red. y c. disimilación *δανδ- > δενδ- sin etim. conocida.
Greek Monolingual
δενδαλίς και δανδαλίς, η (Α)
είδος γλυκίσματος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για λ. αβέβαιης ετυμολ., που χρησιμοποιούνταν περισσότερο στον πληθ. αριθμό. Η λ. συσχετίστηκε με τον τ. σεμίδᾱλις, αλλά το α της λ. δενδαλίς, είναι βραχύ. Ίσως πρόκειται για λ. με εκφραστικό αναδιπλασιασμό.].
Frisk Etymological English
-ίδος
Grammatical information: f.
Meaning: kind of barley-cake (Nikopho, Eratosth.); δενδαλίδας οἱ μεν ἄνθος τι, ἄλλοι τὰς λευκὰς κάχρυς, οἱ δε τὰς ἐπτισμένας κριθὰς πρὸ τοῦ φρυγῆναι, οἱ δε τὰς ἐκ κριθῶν μάζας γενομένας H. The α is short in Nikophon.
Other forms: Also δανδαλίς H., Pollux
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]X [probably]
Etymology: Cf. σεμίδαλις fine wheaten flour, further unknown. But the last word prob. from Accadian samidu. One might think of redupl. da\/e-n-dali- (with prenasal.).