διαψηφιστός: Difference between revisions
From LSJ
Νέμεσιν φυλάσσου, μηδὲν ὑπέρογκον ποίει → Nemesin caveto: longe fuge superbiam → Hab Acht vor Nemesis und tu nichts über's Maß
(9) |
(1b) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[διαψηφιστός]], -ή, -όν (Α)<br />αυτός που εκλέχθηκε με ψήφο, εκλεγμένος. | |mltxt=[[διαψηφιστός]], -ή, -όν (Α)<br />αυτός που εκλέχθηκε με ψήφο, εκλεγμένος. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''διαψηφιστός:''' избранный голосованием (ἀρχαί Arst.). | |||
}} | }} |
Revision as of 08:40, 31 December 2018
English (LSJ)
ή, όν,
A elected, ἀρχαὶ κρυπτῇ ψήφῳ δ. Arist.Rh.Al.1424b2.
German (Pape)
[Seite 614] durch Abstimmen gewählt, Arist. rhet. Alex. 3. ἀρχαί
Greek (Liddell-Scott)
διαψηφιστός: -ή, -όν, ἐκλεχθεὶς διὰ ψήφου, ἀρχαὶ κρυπτῇ ψήφῳ δ. Ἀριστ. Ρητ. Ἀλ. 3. 17.
Spanish (DGE)
-ή, -όν
elegido por votación αἱ δὲ μέγισται (ἀρχαί) κρυπτῇ ψήφῳ ... διαψηφισταί Anaximen.Rh.1424b3.
Greek Monolingual
διαψηφιστός, -ή, -όν (Α)
αυτός που εκλέχθηκε με ψήφο, εκλεγμένος.
Russian (Dvoretsky)
διαψηφιστός: избранный голосованием (ἀρχαί Arst.).