διάχυλος: Difference between revisions
From LSJ
πᾶς ὁ ὑψῶν ἑαυτὸν ταπεινωθήσεται καὶ ὁ ταπεινῶν ἑαυτὸν ὑψωθήσεται → for everyone who exalts himself will be humbled, and he who humbles himself will be exalted (Luke 14:11)
(9) |
(1b) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ο (Α -ος, -ον)<br />ο [[γεμάτος]] χυμό<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το διάχυλο</i><br />[[είδος]] εμπλάστρου. | |mltxt=-ο (Α -ος, -ον)<br />ο [[γεμάτος]] χυμό<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το διάχυλο</i><br />[[είδος]] εμπλάστρου. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''διάχῡλος:''' полный соков, сочный ([[σάρξ]] Arst.). | |||
}} | }} |
Revision as of 08:44, 31 December 2018
English (LSJ)
ον,
A juicy, succulent, σάρξ Arist.HA603b20.
Greek (Liddell-Scott)
διάχῡλος: -ον, πλήρης χυμοῦ, Ἀριστ. Ἱ. Ζ. 8. 21, 4.
Spanish (DGE)
-ον
1 jugoso σάρξ Arist.HA 603b20.
2 líquido, acuoso κολλύρια Aët.7.102
•tb. neutr. subst. diachyl(um), CIL 13.10021.91, cf. 178 (ambas Galia).
Greek Monolingual
-ο (Α -ος, -ον)
ο γεμάτος χυμό
νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ. το διάχυλο
είδος εμπλάστρου.
Russian (Dvoretsky)
διάχῡλος: полный соков, сочный (σάρξ Arst.).