έθεν: Difference between revisions

From LSJ

καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?

Source
(10)
 
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἕθεν]] (Α)<br />αρσ. και θηλ. γεν. της αντων. ἕ ([[αυτού]]).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πρόκειται για ομηρικό τ. γενικής της αντων. <i>ε</i>].
|mltxt=[[ἕθεν]] (Α)<br />αρσ. και θηλ. γεν. της αντων. ἕ ([[αυτού]]).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> Πρόκειται για ομηρικό τ. γενικής της αντων. <i>ε</i>].
}}
}}

Latest revision as of 22:06, 29 December 2020

Greek Monolingual

ἕθεν (Α)
αρσ. και θηλ. γεν. της αντων. ἕ (αυτού).
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Πρόκειται για ομηρικό τ. γενικής της αντων. ε].