ἐκλαλητικός: Difference between revisions
From LSJ
Ἡδύ γε δικαίους ἄνδρας εὐτυχεῖν ὁρᾶν → Gerechte Menschen glücklich sehen, das erfreut → Zu sehn, dass der Gerechte glücklich ist, erfreut
(10) |
(2) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἐκλαλητικός]], -ή, -όν (Α)<br />ο [[ικανός]] να εκφράζεται με [[λόγια]]. | |mltxt=[[ἐκλαλητικός]], -ή, -όν (Α)<br />ο [[ικανός]] να εκφράζεται με [[λόγια]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἐκλᾰλητικός:''' рассказывающий, сообщающий ([[διάνοια]] ἐκλαλητικὴ ὃ πάσχει Diog. L.). | |||
}} | }} |
Revision as of 19:48, 31 December 2018
English (LSJ)
ή, όν,
A capable of expressing, Diocl. ap. D.L.7.49.
German (Pape)
[Seite 766] ή, όν, aussprechend, D. L. 7, 49.
Greek (Liddell-Scott)
ἐκλᾰλητικός: -ή, -όν, ἱκανὸς εἰς τὸ ἐκλαλεῖν, εἰς τὸ ἐκφέρειν λόγῳ, Διογ. Λαέρτ. 7. 49.
Spanish (DGE)
-ή, -όν
capaz de expresar, διάνοια Chrysipp.Stoic.2.21.
Greek Monolingual
ἐκλαλητικός, -ή, -όν (Α)
ο ικανός να εκφράζεται με λόγια.
Russian (Dvoretsky)
ἐκλᾰλητικός: рассказывающий, сообщающий (διάνοια ἐκλαλητικὴ ὃ πάσχει Diog. L.).