ἐμφυτευτικάριος: Difference between revisions
From LSJ
(11) |
mNo edit summary |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ο (Μ ἐμφυτευτικάριος)<br />[[καλλιεργητής]] αγροτικού κτήματος με μακροχρόνια [[μίσθωση]]. | |mltxt=ο (Μ [[ἐμφυτευτικάριος]])<br />[[καλλιεργητής]] αγροτικού κτήματος με μακροχρόνια [[μίσθωση]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 20:45, 27 April 2022
Greek Monolingual
ο (Μ ἐμφυτευτικάριος)
καλλιεργητής αγροτικού κτήματος με μακροχρόνια μίσθωση.