ενόδιος: Difference between revisions
From LSJ
ἀεὶ φέρει τὶ Λιβύη καινὸν κακόν → Libya always bears some new evil
(12) |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)\[\[\[(\w+)\]\]\]" to "($1)") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἐνόδιος]], -ία, -ον και [[ἐνόδιος]], -ον (επικ. τ. [[εἰνόδιος]], -ίη, -ον) (Α) [[οδός]]<br /><b>1.</b> αυτός που βρίσκεται [[πάνω]] ή [[δίπλα]] στον δρόμο («τῶν γὰρ [[πόλεων]] τὰς ἐνοδίους καὶ παραθαλαττίους», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>2.</b> ο [[χρήσιμος]] για τον δρόμο<br /><b>3.</b> ως επίθ. τών θεών, τών οποίων έστηναν βωμούς ή αγάλματα στους δρόμους, [[κυρίως]] Ερμή, Περσεφόνης και Εκάτης (α. «ἐνοδία [[θεός]]» | |mltxt=[[ἐνόδιος]], -ία, -ον και [[ἐνόδιος]], -ον (επικ. τ. [[εἰνόδιος]], -ίη, -ον) (Α) [[οδός]]<br /><b>1.</b> αυτός που βρίσκεται [[πάνω]] ή [[δίπλα]] στον δρόμο («τῶν γὰρ [[πόλεων]] τὰς ἐνοδίους καὶ παραθαλαττίους», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>2.</b> ο [[χρήσιμος]] για τον δρόμο<br /><b>3.</b> ως επίθ. τών θεών, τών οποίων έστηναν βωμούς ή αγάλματα στους δρόμους, [[κυρίως]] Ερμή, Περσεφόνης και Εκάτης (α. «ἐνοδία [[θεός]]» ([[Περσεφόνη]]), <b>Σοφ.</b><br />β. «εἰνοδίας Ἐκάτης», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>4.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τὰ ἐνόδια</i><br />α) δίχτια για τη [[σύλληψη]] θηραμάτων<br />β) φουσκάλες από τη μακρά [[οδοιπορία]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 16:19, 12 January 2021
Greek Monolingual
ἐνόδιος, -ία, -ον και ἐνόδιος, -ον (επικ. τ. εἰνόδιος, -ίη, -ον) (Α) οδός
1. αυτός που βρίσκεται πάνω ή δίπλα στον δρόμο («τῶν γὰρ πόλεων τὰς ἐνοδίους καὶ παραθαλαττίους», Πλούτ.)
2. ο χρήσιμος για τον δρόμο
3. ως επίθ. τών θεών, τών οποίων έστηναν βωμούς ή αγάλματα στους δρόμους, κυρίως Ερμή, Περσεφόνης και Εκάτης (α. «ἐνοδία θεός» (Περσεφόνη), Σοφ.
β. «εἰνοδίας Ἐκάτης», Σοφ.)
4. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ ἐνόδια
α) δίχτια για τη σύλληψη θηραμάτων
β) φουσκάλες από τη μακρά οδοιπορία.