επεκτρέχω: Difference between revisions

From LSJ

τὸ τῶν νικητόρων στρατόπεδον → Victorious Legion

Source
(13)
 
m (Text replacement - "τοῡ" to "τοῦ")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἐπεκτρέχω]] (Α)<br /><b>1.</b> [[τρέχω]] έξω [[εναντίον]] κάποιου («ἐπεκδραμόντες πελτασταῑς ἐκ τοῡ ἐπὶ Λέχαιον τείνοντος τείχους», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>2.</b> [[κάνω]] [[επιδρομή]], [[εισβάλλω]].
|mltxt=[[ἐπεκτρέχω]] (Α)<br /><b>1.</b> [[τρέχω]] έξω [[εναντίον]] κάποιου («ἐπεκδραμόντες πελτασταῑς ἐκ τοῦ ἐπὶ Λέχαιον τείνοντος τείχους», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>2.</b> [[κάνω]] [[επιδρομή]], [[εισβάλλω]].
}}
}}

Revision as of 12:35, 15 February 2019

Greek Monolingual

ἐπεκτρέχω (Α)
1. τρέχω έξω εναντίον κάποιου («ἐπεκδραμόντες πελτασταῑς ἐκ τοῦ ἐπὶ Λέχαιον τείνοντος τείχους», Ξεν.)
2. κάνω επιδρομή, εισβάλλω.