επικαταμένω: Difference between revisions
From LSJ
ὀδοῦσι καὶ ὄνυξι καὶ πάσῃ μηχανῇ → tooth and nail | tooth, fang, and claw | in every possible way | by hook or by crook
(13) |
m (Text replacement - "εῑν" to "εῖν") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἐπικαταμένω]] (Α)<br />[[μένω]] [[κάπου]] περισσότερο χρόνο («θηρίου [[ἕνεκα]] | |mltxt=[[ἐπικαταμένω]] (Α)<br />[[μένω]] [[κάπου]] περισσότερο χρόνο («θηρίου [[ἕνεκα]] ἐπικαταμεῖναι», <b>Ξεν.</b>). | ||
}} | }} |
Latest revision as of 08:35, 27 March 2021
Greek Monolingual
ἐπικαταμένω (Α)
μένω κάπου περισσότερο χρόνο («θηρίου ἕνεκα ἐπικαταμεῖναι», Ξεν.).