ἐπικαταμένω

From LSJ

γυναῖκα τίκτουσαν ἢ τιτρωσκομένην → woman in childbirth or miscarriage

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπικαταμένω Medium diacritics: ἐπικαταμένω Low diacritics: επικαταμένω Capitals: ΕΠΙΚΑΤΑΜΕΝΩ
Transliteration A: epikataménō Transliteration B: epikatamenō Transliteration C: epikatameno Beta Code: e)pikatame/nw

English (LSJ)

tarry longer, X.Cyr.1.2.11, HG7.4.36.

German (Pape)

[Seite 946] (s. μένω), noch länger verweilen, Xen. Cyr. 1, 2, 11 Hell. 7, 4, 36.

French (Bailly abrégé)

rester encore, continuer de rester.
Étymologie: ἐπί, καταμένω.

Greek Monolingual

ἐπικαταμένω (Α)
μένω κάπου περισσότερο χρόνο («θηρίου ἕνεκα ἐπικαταμεῖναι», Ξεν.).

Greek Monotonic

ἐπικαταμένω: μέλ. -μενῶ, παραμένω περισσότερο χρόνο, σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

ἐπικαταμένω: медлить (дольше обыкновенного), задерживаться: θηρίου ἕνεκα ἐ. Xen. задержаться подольше на охоте; ἐπικαταμείναντες ἐδειπνοποιοῦντο Xen. (аркадцы) проводили время в долгом пиршестве.

Middle Liddell

fut. -μενῶ
to tarry longer, Xen.