επίνικος: Difference between revisions

From LSJ

Ῥῦσέ με δεινῶν νοσημάτων, ἱερώτατε, ἱερωσύνην συναρμόσας ἐν χαρᾷ και ἐπιστήμης τὸ πολύτιμον κεφάλαιον → Deliver me from grievous afflictions, most holy one, joining sanctity together in joy with the precious fountainhead of knowledge

Source
(13)
 
m (Text replacement - "<i>ὁ [[" to "ὁ [[")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἐπίνικος]], -ον (AM) [[νίκη]]<br /><b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ὁ [[ἐπίνικος]]<br />ύμνος για τη [[νίκη]] («οἱ ἐπίνικοι τοῡ Πινδάρου»)<br /><b>αρχ.</b><br />ο [[επινίκιος]].
|mltxt=[[ἐπίνικος]], -ον (AM) [[νίκη]]<br /><b>το αρσ. ως ουσ.</b> ὁ [[ἐπίνικος]]<br />ύμνος για τη [[νίκη]] («οἱ ἐπίνικοι τοῡ Πινδάρου»)<br /><b>αρχ.</b><br />ο [[επινίκιος]].
}}
}}

Revision as of 14:15, 14 January 2019

Greek Monolingual

ἐπίνικος, -ον (AM) νίκη
το αρσ. ως ουσ.ἐπίνικος
ύμνος για τη νίκη («οἱ ἐπίνικοι τοῡ Πινδάρου»)
αρχ.
ο επινίκιος.