επίσκηνος: Difference between revisions

From LSJ

Νόσον δὲ κρεῖττόν ἐστιν ἢ λύπην φέρειν → Morbum quam tristitatem exantles facilius → Es lässt sich leichter krank sein als betrübt

Menander, Monostichoi, 383
(13)
 
m (Text replacement - "<i>ἡ [[" to "ἡ [[")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἐπίσκηνος]], -ον (Α) [[σκηνή]]<br /><b>1.</b> αυτός που γίνεται [[μπροστά]] στη [[σκηνή]], ενώπιον άλλων («μηδ’ ἐπισκήνους γόους δάκρυε», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>2.</b> [[εξωτερικός]], [[τυχαίος]]<br /><b>3.</b> (<b>το αρσ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>οἱ ἐπίσκηνοι</i><br />στρατιώτες που σταθμεύουν σε μια [[πόλη]]<br /><b>4.</b> (για θεατρική [[σκηνή]]) <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>ἡ [[ἐπίσκηνος]]<br />[[θάλαμος]] [[πάνω]] από τη [[σκηνή]].
|mltxt=[[ἐπίσκηνος]], -ον (Α) [[σκηνή]]<br /><b>1.</b> αυτός που γίνεται [[μπροστά]] στη [[σκηνή]], ενώπιον άλλων («μηδ’ ἐπισκήνους γόους δάκρυε», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>2.</b> [[εξωτερικός]], [[τυχαίος]]<br /><b>3.</b> (<b>το αρσ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>οἱ ἐπίσκηνοι</i><br />στρατιώτες που σταθμεύουν σε μια [[πόλη]]<br /><b>4.</b> (για θεατρική [[σκηνή]]) <b>το θηλ. ως ουσ.</b> ἡ [[ἐπίσκηνος]]<br />[[θάλαμος]] [[πάνω]] από τη [[σκηνή]].
}}
}}

Latest revision as of 14:25, 14 January 2019

Greek Monolingual

ἐπίσκηνος, -ον (Α) σκηνή
1. αυτός που γίνεται μπροστά στη σκηνή, ενώπιον άλλων («μηδ’ ἐπισκήνους γόους δάκρυε», Σοφ.)
2. εξωτερικός, τυχαίος
3. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οἱ ἐπίσκηνοι
στρατιώτες που σταθμεύουν σε μια πόλη
4. (για θεατρική σκηνή) το θηλ. ως ουσ.ἐπίσκηνος
θάλαμος πάνω από τη σκηνή.