επίψογος: Difference between revisions
From LSJ
(14) |
m (Text replacement - "τοῑς" to "τοῖς") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο (AM [[ἐπίψογος]], -ον)<br />εκτεθειμένος στον ψόγο, αξιοκατάκριτος («οὐδὲν [[μέντοι]] δεῑ θαυμάζειν τούτων τῶν ἐπιψόγων | |mltxt=-η, -ο (AM [[ἐπίψογος]], -ον)<br />εκτεθειμένος στον ψόγο, αξιοκατάκριτος («οὐδὲν [[μέντοι]] δεῑ θαυμάζειν τούτων τῶν ἐπιψόγων αὐτοῖς γιγνομένων», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br />[[ψογερός]], αυτός που ψέγει κάποιον («[[ἐπίψογος]] [[φάτις]]»). | ||
}} | }} |