εὐάριθμος: Difference between revisions

From LSJ

Φίλος με βλάπτων (λυπῶν) οὐδὲν ἐχθροῦ διαφέρει → Laedens amicus distat inimico nihil → Ein Freund, der schadet, ist ganz gelich mir einem Feind

Menander, Monostichoi, 530
(14)
 
m (pape replacement)
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (ΑΜ εὐάριθμος, -ον)<br />[[ευαρίθμητος]], αυτός που μετριέται εύκολα και, άρα, ο [[ολιγάριθμος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> [[αριθμός]]].
|mltxt=-η, -ο (ΑΜ εὐάριθμος, -ον)<br />[[ευαρίθμητος]], αυτός που μετριέται εύκολα και, άρα, ο [[ολιγάριθμος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> [[αριθμός]]].
}}
{{pape
|ptext=<i>[[leicht]] zu [[zählen]]</i>, also <i>[[wenig]] an [[Zahl]]</i>, erst sehr Sp.
}}
}}

Latest revision as of 16:51, 24 November 2022

Greek Monolingual

-η, -ο (ΑΜ εὐάριθμος, -ον)
ευαρίθμητος, αυτός που μετριέται εύκολα και, άρα, ο ολιγάριθμος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + αριθμός].

German (Pape)

leicht zu zählen, also wenig an Zahl, erst sehr Sp.