εύμυκος: Difference between revisions

From LSJ

ἄνθρωπός ἐστι πνεῦμα καὶ σκιὰ μόνον → human being is only a breath and a shadow, man is but a breath and a shadow

Source
(15)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[εὔμυκος]], -ον (Α)<br />αυτός που μυκάται, που μουγκρίζει [[δυνατά]] («εὐμήκων αὔλια βουκολίων», <b>Ανθ. Παλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>μυκος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[μυκώμαι]] «[[μουγκρίζω]]»), <b>[[πρβλ]].</b> <i>ερί</i>-<i>μυχος</i>, <i>μεγά</i>-<i>μυκος</i>].
|mltxt=[[εὔμυκος]], -ον (Α)<br />αυτός που μυκάται, που μουγκρίζει [[δυνατά]] («εὐμήκων αὔλια βουκολίων», <b>Ανθ. Παλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>μυκος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[μυκώμαι]] «[[μουγκρίζω]]»), [[πρβλ]]. <i>ερί</i>-<i>μυχος</i>, <i>μεγά</i>-<i>μυκος</i>].
}}
}}

Revision as of 09:05, 23 August 2021

Greek Monolingual

εὔμυκος, -ον (Α)
αυτός που μυκάται, που μουγκρίζει δυνατά («εὐμήκων αὔλια βουκολίων», Ανθ. Παλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -μυκος (< μυκώμαι «μουγκρίζω»), πρβλ. ερί-μυχος, μεγά-μυκος].