εφήδομαι: Difference between revisions

From LSJ

Ἐλεύθερον φύλαττε τὸν σαυτοῦ τρόπον → Te liberum ipse moribus praesta tuis → Die Freiheit wahre deiner eignen Lebensart

Menander, Monostichoi, 144
(15)
 
m (Text replacement - "ταῑς " to "ταῖς ")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἐφήδομαι]] (Α)<br /><b>1.</b> [[επιχαίρω]], [[χαίρομαι]] για [[κάτι]] [[κακό]], [[χαιρεκακώ]] («ἐν μὲν ταῑς συμφοραῑς πλείστους ἔχει τοὺς ἐφηδομένους», Δίων Χρυσ.)<br /><b>2.</b> [[χαίρομαι]], ευχαριστιέμαι («οὐκ [[ἐπιτήδειος]] ὁ καιρὸς ἐφησθῆναι», <b>Δημοσθ.</b>)<br /><b>3.</b> (σπαν. και με καλή [[σημασία]]) [[αισθάνομαι]] [[χαρά]], [[αισθάνομαι]] [[ευχαρίστηση]] για [[κάτι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>επί</i> <span style="color: red;">+</span> [[ήδομαι]]].
|mltxt=[[ἐφήδομαι]] (Α)<br /><b>1.</b> [[επιχαίρω]], [[χαίρομαι]] για [[κάτι]] [[κακό]], [[χαιρεκακώ]] («ἐν μὲν ταῖς συμφοραῑς πλείστους ἔχει τοὺς ἐφηδομένους», Δίων Χρυσ.)<br /><b>2.</b> [[χαίρομαι]], ευχαριστιέμαι («οὐκ [[ἐπιτήδειος]] ὁ καιρὸς ἐφησθῆναι», <b>Δημοσθ.</b>)<br /><b>3.</b> (σπαν. και με καλή [[σημασία]]) [[αισθάνομαι]] [[χαρά]], [[αισθάνομαι]] [[ευχαρίστηση]] για [[κάτι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>επί</i> <span style="color: red;">+</span> [[ήδομαι]]].
}}
}}

Revision as of 08:55, 27 March 2021

Greek Monolingual

ἐφήδομαι (Α)
1. επιχαίρω, χαίρομαι για κάτι κακό, χαιρεκακώ («ἐν μὲν ταῖς συμφοραῑς πλείστους ἔχει τοὺς ἐφηδομένους», Δίων Χρυσ.)
2. χαίρομαι, ευχαριστιέμαι («οὐκ ἐπιτήδειος ὁ καιρὸς ἐφησθῆναι», Δημοσθ.)
3. (σπαν. και με καλή σημασία) αισθάνομαι χαρά, αισθάνομαι ευχαρίστηση για κάτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ήδομαι].