εφήδομαι: Difference between revisions
From LSJ
Ἐλεύθερον φύλαττε τὸν σαυτοῦ τρόπον → Te liberum ipse moribus praesta tuis → Die Freiheit wahre deiner eignen Lebensart
(15) |
m (Text replacement - "ταῑς " to "ταῖς ") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἐφήδομαι]] (Α)<br /><b>1.</b> [[επιχαίρω]], [[χαίρομαι]] για [[κάτι]] [[κακό]], [[χαιρεκακώ]] («ἐν μὲν | |mltxt=[[ἐφήδομαι]] (Α)<br /><b>1.</b> [[επιχαίρω]], [[χαίρομαι]] για [[κάτι]] [[κακό]], [[χαιρεκακώ]] («ἐν μὲν ταῖς συμφοραῑς πλείστους ἔχει τοὺς ἐφηδομένους», Δίων Χρυσ.)<br /><b>2.</b> [[χαίρομαι]], ευχαριστιέμαι («οὐκ [[ἐπιτήδειος]] ὁ καιρὸς ἐφησθῆναι», <b>Δημοσθ.</b>)<br /><b>3.</b> (σπαν. και με καλή [[σημασία]]) [[αισθάνομαι]] [[χαρά]], [[αισθάνομαι]] [[ευχαρίστηση]] για [[κάτι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>επί</i> <span style="color: red;">+</span> [[ήδομαι]]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 08:55, 27 March 2021
Greek Monolingual
ἐφήδομαι (Α)
1. επιχαίρω, χαίρομαι για κάτι κακό, χαιρεκακώ («ἐν μὲν ταῖς συμφοραῑς πλείστους ἔχει τοὺς ἐφηδομένους», Δίων Χρυσ.)
2. χαίρομαι, ευχαριστιέμαι («οὐκ ἐπιτήδειος ὁ καιρὸς ἐφησθῆναι», Δημοσθ.)
3. (σπαν. και με καλή σημασία) αισθάνομαι χαρά, αισθάνομαι ευχαρίστηση για κάτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ήδομαι].