ἐφήδομαι
English (LSJ)
exult over, τινι X.HG5.3.20, D.Chr.11.64, etc.; Θηβαίοις.. ἐφησθῆναι παθοῦσιν D.18.18; ἐπ' ἐχθρῷ D.C.Fr.109.16: abs., X. Ages.7.5; οὐκ ἐπιτήδειος ὁ καιρὸς -ησθῆναι D.15.21: rarely in good sense, Aristaenet.1.12.
German (Pape)
[Seite 1117] dep. pass., sich dabei, darüber freuen, τινί, Aristaen. 1, 12; bes. (wie ἐπιχαίρω) sich über Anderer Unglück sceuen, οὐχ ᾗ τις ἂν ᾤετο ἐφήσθη ὡς ἀντιπάλῳ Xen. Hell. 5, 3, 20; καὶ γὰρ εἰ δίκαιά τις φήσει Ῥοδίους πεπονθέναι, οὐκ ἐπιτήδειος ὁ καιρὸς ἐφησθῆναι Dem. 15, 21; Θηβαίοις ὁτιοῦν παθοῦσι 18, 18; Isocr. u. Sp., auch ἐπί τινι.
French (Bailly abrégé)
ao. inf. ἐφησθῆναι;
se réjouir de particul. du malheur d'autrui : Θηβαίοις ἐφ. παθοῦσιν DÉM se réjouir de ce que les Thébains ont souffert.
Étymologie: ἐπί, ἥδομαι.
Russian (Dvoretsky)
ἐφήδομαι: радоваться (чужому несчастью), злорадствовать (τινι Xen., Plut.): Θηβαίοις ἐφησθῆναι παθοῦσιν Dem. возликовать по поводу страданий фиванцев.
Greek (Liddell-Scott)
ἐφήδομαι: ἐπιχαίρω, τινι Ξεν. Ἑλλ. 5. 3, 20· Θηβαίοις... ἐφησθῆναι παθοῦσιν Δημ. 231. 2· ἐπί τινι Δίων Κ. ἀπολ., Ξεν. Ἀγησ. 7, 5. Δημ. 196. 21· - σπανίως ἐπὶ καλῆς σημασίας, Ἀρισταίν. 1. 12.
Greek Monolingual
ἐφήδομαι (Α)
1. επιχαίρω, χαίρομαι για κάτι κακό, χαιρεκακώ («ἐν μὲν ταῖς συμφοραῖς πλείστους ἔχει τοὺς ἐφηδομένους», Δίων Χρυσ.)
2. χαίρομαι, ευχαριστιέμαι («οὐκ ἐπιτήδειος ὁ καιρὸς ἐφησθῆναι», Δημοσθ.)
3. (σπαν. και με καλή σημασία) αισθάνομαι χαρά, αισθάνομαι ευχαρίστηση για κάτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ήδομαι].
Greek Monotonic
ἐφήδομαι: Παθ., χαίρομαι μοχθηρά για κάτι, τινι, σε Ξεν.