ἐφήδομαι
οὐκ ἐπιλογιζόμενος ὅτι ἅμα μὲν ὀδύρῃ τὴν ἀναισθησίαν, ἅμα δὲ ἀλγεῖς ἐπὶ σήψεσι καὶ στερήσει τῶν ἡδέων, ὥσπερ εἰς ἕτερον ζῆν ἀποθανούμενος, ἀλλ᾿ οὐκ εἰς παντελῆ μεταβαλῶν ἀναισθησίαν καὶ τὴν αὐτὴν τῇ πρὸ τῆς γενέσεως → you do not consider that you are at one and the same time lamenting your want of sensation, and pained at the idea of your rotting away, and of being deprived of what is pleasant, as if you are to die and live in another state, and not to pass into insensibility complete, and the same as that before you were born
English (LSJ)
exult over, τινι X.HG5.3.20, D.Chr.11.64, etc.; Θηβαίοις.. ἐφησθῆναι παθοῦσιν D.18.18; ἐπ' ἐχθρῷ D.C.Fr.109.16: abs., X. Ages.7.5; οὐκ ἐπιτήδειος ὁ καιρὸς -ησθῆναι D.15.21: rarely in good sense, Aristaenet.1.12.
German (Pape)
[Seite 1117] dep. pass., sich dabei, darüber freuen, τινί, Aristaen. 1, 12; bes. (wie ἐπιχαίρω) sich über Anderer Unglück sceuen, οὐχ ᾗ τις ἂν ᾤετο ἐφήσθη ὡς ἀντιπάλῳ Xen. Hell. 5, 3, 20; καὶ γὰρ εἰ δίκαιά τις φήσει Ῥοδίους πεπονθέναι, οὐκ ἐπιτήδειος ὁ καιρὸς ἐφησθῆναι Dem. 15, 21; Θηβαίοις ὁτιοῦν παθοῦσι 18, 18; Isocr. u. Sp., auch ἐπί τινι.
French (Bailly abrégé)
ao. inf. ἐφησθῆναι;
se réjouir de particul. du malheur d'autrui : Θηβαίοις ἐφ. παθοῦσιν DÉM se réjouir de ce que les Thébains ont souffert.
Étymologie: ἐπί, ἥδομαι.
Russian (Dvoretsky)
ἐφήδομαι: радоваться (чужому несчастью), злорадствовать (τινι Xen., Plut.): Θηβαίοις ἐφησθῆναι παθοῦσιν Dem. возликовать по поводу страданий фиванцев.
Greek (Liddell-Scott)
ἐφήδομαι: ἐπιχαίρω, τινι Ξεν. Ἑλλ. 5. 3, 20· Θηβαίοις... ἐφησθῆναι παθοῦσιν Δημ. 231. 2· ἐπί τινι Δίων Κ. ἀπολ., Ξεν. Ἀγησ. 7, 5. Δημ. 196. 21· - σπανίως ἐπὶ καλῆς σημασίας, Ἀρισταίν. 1. 12.
Greek Monolingual
ἐφήδομαι (Α)
1. επιχαίρω, χαίρομαι για κάτι κακό, χαιρεκακώ («ἐν μὲν ταῖς συμφοραῖς πλείστους ἔχει τοὺς ἐφηδομένους», Δίων Χρυσ.)
2. χαίρομαι, ευχαριστιέμαι («οὐκ ἐπιτήδειος ὁ καιρὸς ἐφησθῆναι», Δημοσθ.)
3. (σπαν. και με καλή σημασία) αισθάνομαι χαρά, αισθάνομαι ευχαρίστηση για κάτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ήδομαι].
Greek Monotonic
ἐφήδομαι: Παθ., χαίρομαι μοχθηρά για κάτι, τινι, σε Ξεν.