εχθρεύομαι: Difference between revisions

From LSJ

Κόλαζε τὸν πονηρόν, ἄνπερ δυνατὸς ᾖς → Malum castiga, maxime si sis potens → Den Schurken strafe, wenn du dazu fähig bist

Menander, Monostichoi, 278
(15)
 
m (Text replacement - " τοῑς " to " τοῖς ")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=και [[εχτρεύομαι]] και οχτρεύομαι (ΑΜ [[ἐχθρεύω]], Μ και ἐχθρεύομαι και ἐχθρεύγω και ὀχθρεύγω και ὀχθρεύω και ὀχτρεύω) [[εχθρός]]<br />[[διάκειμαι]] εχθρικά [[προς]] κάποιον, [[αισθάνομαι]] [[μίσος]] για κάποιον, αποστρέφομαι κάποιον (α. «εχθρεύεται όλο τον κόσμο» β. «ἐχθρεύσω τοῑς ἐχθροῑς σου», ΠΔ)<br /><b>μσν.</b><br />(μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) <i>ἐχθρεμένος</i>, -<i>η</i>, -<i>ο</i> και <i>ὀχθρεμένος</i>, -<i>η</i>, -<i>ο</i><br />α) [[εχθρικός]]<br />β) [[μισητός]].
|mltxt=και [[εχτρεύομαι]] και οχτρεύομαι (ΑΜ [[ἐχθρεύω]], Μ και ἐχθρεύομαι και ἐχθρεύγω και ὀχθρεύγω και ὀχθρεύω και ὀχτρεύω) [[εχθρός]]<br />[[διάκειμαι]] εχθρικά [[προς]] κάποιον, [[αισθάνομαι]] [[μίσος]] για κάποιον, αποστρέφομαι κάποιον (α. «εχθρεύεται όλο τον κόσμο» β. «ἐχθρεύσω τοῖς ἐχθροῑς σου», ΠΔ)<br /><b>μσν.</b><br />(μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) <i>ἐχθρεμένος</i>, -<i>η</i>, -<i>ο</i> και <i>ὀχθρεμένος</i>, -<i>η</i>, -<i>ο</i><br />α) [[εχθρικός]]<br />β) [[μισητός]].
}}
}}

Revision as of 17:58, 25 March 2021

Greek Monolingual

και εχτρεύομαι και οχτρεύομαι (ΑΜ ἐχθρεύω, Μ και ἐχθρεύομαι και ἐχθρεύγω και ὀχθρεύγω και ὀχθρεύω και ὀχτρεύω) εχθρός
διάκειμαι εχθρικά προς κάποιον, αισθάνομαι μίσος για κάποιον, αποστρέφομαι κάποιον (α. «εχθρεύεται όλο τον κόσμο» β. «ἐχθρεύσω τοῖς ἐχθροῑς σου», ΠΔ)
μσν.
(μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) ἐχθρεμένος, -η, -ο και ὀχθρεμένος, -η, -ο
α) εχθρικός
β) μισητός.