έχερη: Difference between revisions

From LSJ

Ἤθους δὲ βάσανός ἐστιν ἀνθρώποις χρόνος → Est moris explorator humani dies → Des menschlichen Charakters Wetzstein ist die Zeit

Menander, Monostichoi, 219
(15)
 
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=και όχερη, η<br />το [[μέρος]] του αρότρου που κρατά ο [[γεωργός]] για να κατευθύνει το [[ζευγάρι]], η [[εχέτλη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>εν</i> <span style="color: red;">+</span> [[χέρι]] (<span style="color: red;"><</span> [[χέρι]]-<i>ον</i>, υποκορ. του αρχ. [[χειρ]], <i>χειρός</i>)].
|mltxt=και όχερη, η<br />το [[μέρος]] του αρότρου που κρατά ο [[γεωργός]] για να κατευθύνει το [[ζευγάρι]], η [[εχέτλη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>εν</i> <span style="color: red;">+</span> [[χέρι]] (<span style="color: red;"><</span> [[χέρι]]-<i>ον</i>, υποκορ. του αρχ. [[χειρ]], <i>χειρός</i>)].
}}
}}

Latest revision as of 22:03, 29 December 2020

Greek Monolingual

και όχερη, η
το μέρος του αρότρου που κρατά ο γεωργός για να κατευθύνει το ζευγάρι, η εχέτλη.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < εν + χέρι (< χέρι-ον, υποκορ. του αρχ. χειρ, χειρός)].