εχέτλη: Difference between revisions

From LSJ

Εὐνοῦχος ἄλλο θηρίον τῶν ἐν βίῳ → Eunuchus, alia vitam spurcans bestia → Ein weitres Lebensungetüm ist der Eunuch

Menander, Monostichoi, 185
(15)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἐχέτλη]], ἡ (Α)<br />η [[λαβή]] του αρότρου («[[ἄκρον]] ἐχέτλης χειρὶ λαβών», <b>Ησίοδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>εχέ</i>-<i>θλη</i>, με [[ανομοίωση]] τών δασέων <span style="color: red;"><</span> θ. <i>εχε</i>- του <i>έχω</i> (I)<br />(για το [[επίθημα]] <b>[[πρβλ]].</b> <i>γενέ</i>-<i>θλη</i>). Συνδέεται με ουαλ. <i>haeddel</i>, μσν. βρετ. <i>haezl</i>, που έχουν την [[ίδια]] σημ. και διαφορετική μεταπτωτική [[βαθμίδα]] ρίζας].
|mltxt=[[ἐχέτλη]], ἡ (Α)<br />η [[λαβή]] του αρότρου («[[ἄκρον]] ἐχέτλης χειρὶ λαβών», <b>Ησίοδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>εχέ</i>-<i>θλη</i>, με [[ανομοίωση]] τών δασέων <span style="color: red;"><</span> θ. <i>εχε</i>- του <i>έχω</i> (I)<br />(για το [[επίθημα]] [[πρβλ]]. <i>γενέ</i>-<i>θλη</i>). Συνδέεται με ουαλ. <i>haeddel</i>, μσν. βρετ. <i>haezl</i>, που έχουν την [[ίδια]] σημ. και διαφορετική μεταπτωτική [[βαθμίδα]] ρίζας].
}}
}}

Revision as of 09:00, 23 August 2021

Greek Monolingual

ἐχέτλη, ἡ (Α)
η λαβή του αρότρου («ἄκρον ἐχέτλης χειρὶ λαβών», Ησίοδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < εχέ-θλη, με ανομοίωση τών δασέων < θ. εχε- του έχω (I)
(για το επίθημα πρβλ. γενέ-θλη). Συνδέεται με ουαλ. haeddel, μσν. βρετ. haezl, που έχουν την ίδια σημ. και διαφορετική μεταπτωτική βαθμίδα ρίζας].