ζωστάρι: Difference between revisions

From LSJ

πάντες ἄνθρωποι τοῦ εἰδέναι ὀρέγονται φύσει → all men naturally desire knowledge

Source
(16)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=το (AM ζωστάριον)<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[ζώνη]], [[ζωνάρι]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />στρατιωτικό [[ένδυμα]] που φθάνει [[μέχρι]] τα γόνατα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. [[ζωστός]] (του [[ζώννυμι]]) <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>άρι</i>(<i>ον</i>), <b>[[πρβλ]].</b> <i>ειλη</i>-<i>τάρι</i>(<i>ον</i>), <i>προσευχη</i>-<i>τάρι</i>(<i>ον</i>)].
|mltxt=το (AM ζωστάριον)<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[ζώνη]], [[ζωνάρι]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />στρατιωτικό [[ένδυμα]] που φθάνει [[μέχρι]] τα γόνατα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. [[ζωστός]] (του [[ζώννυμι]]) <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>άρι</i>(<i>ον</i>), [[πρβλ]]. <i>ειλη</i>-<i>τάρι</i>(<i>ον</i>), <i>προσευχη</i>-<i>τάρι</i>(<i>ον</i>)].
}}
}}

Latest revision as of 09:15, 23 August 2021

Greek Monolingual

το (AM ζωστάριον)
νεοελλ.
ζώνη, ζωνάρι
μσν.-αρχ.
στρατιωτικό ένδυμα που φθάνει μέχρι τα γόνατα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ζωστός (του ζώννυμι) + κατάλ. -άρι(ον), πρβλ. ειλη-τάρι(ον), προσευχη-τάρι(ον)].