ζωστάρι

From LSJ

Ζευχθεὶς γάμοισιν οὐκέτ' ἔστ' ἐλεύθερος → Haud liber ultra est, nuptiae quem vinciunt → Wer durch der Ehe Joch vereint, ist nicht mehr frei

Menander, Monostichoi, 197

Greek Monolingual

το (AM ζωστάριον)
νεοελλ.
ζώνη, ζωνάρι
μσν.-αρχ.
στρατιωτικό ένδυμα που φθάνει μέχρι τα γόνατα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ζωστός (του ζώννυμι) + κατάλ. -άρι(ον), πρβλ. ειλη-τάρι(ον), προσευχη-τάρι(ον)].