ηγετικός: Difference between revisions
From LSJ
(16) |
|||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ή, -ό<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον ηγέτη ή στην [[ηγεσία]]<br /><b>2.</b> αυτός που προσιδιάζει, που αρμόζει σε ηγέτη ή που έχει προσόντα και ιδιότητες ηγέτη. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ηγετικά</i> και -<i>ώς</i><br />με τρόπο που αρμόζει σε ηγέτη, με τρόπο ηγετικό.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ηγέτης]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ικός</i> ( | |mltxt=-ή, -ό<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον ηγέτη ή στην [[ηγεσία]]<br /><b>2.</b> αυτός που προσιδιάζει, που αρμόζει σε ηγέτη ή που έχει προσόντα και ιδιότητες ηγέτη. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ηγετικά</i> και -<i>ώς</i><br />με τρόπο που αρμόζει σε ηγέτη, με τρόπο ηγετικό.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ηγέτης]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ικός</i> ([[πρβλ]]. <i>ευεργετ</i>-<i>ικός</i>, <i>υπηρετ</i>-<i>ικός</i>). Η λ. στο θηλ. <i>ηγετική</i> ([[τάξις]] εν τῃ κοινωνίᾳ</i>] μαρτυρείται από το 1889 στον Χρήστο Δ. Παπαδόπουλο]. | ||
}} | }} |
Revision as of 09:17, 23 August 2021
Greek Monolingual
-ή, -ό
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον ηγέτη ή στην ηγεσία
2. αυτός που προσιδιάζει, που αρμόζει σε ηγέτη ή που έχει προσόντα και ιδιότητες ηγέτη.
επίρρ...
ηγετικά και -ώς
με τρόπο που αρμόζει σε ηγέτη, με τρόπο ηγετικό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ηγέτης + κατάλ. -ικός (πρβλ. ευεργετ-ικός, υπηρετ-ικός). Η λ. στο θηλ. ηγετική (τάξις εν τῃ κοινωνίᾳ] μαρτυρείται από το 1889 στον Χρήστο Δ. Παπαδόπουλο].