ηλιοκαής: Difference between revisions

From LSJ

ῥᾴδιον φθείρειν φαρμακεύσεσιν ἢ ἀποτροπαῖς ἢ καὶ κλοπαῖς → easy to spoil by means of sorcery or diverting or theft

Source
(16)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ές (Α [[ἡλιοκαής]], -ές)<br />ο καμένος από τον ήλιο, [[ηλιοκαμένος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τo ἡλιοκαές</i><br />[[είδος]] φαρμακευτικής σκόνης.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ηλιο</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>καης</i> (<span style="color: red;"><</span> [[καίω]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>δια</i>-<i>καής</i>, <i>πυρι</i>-<i>καής</i>].
|mltxt=-ές (Α [[ἡλιοκαής]], -ές)<br />ο καμένος από τον ήλιο, [[ηλιοκαμένος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τo ἡλιοκαές</i><br />[[είδος]] φαρμακευτικής σκόνης.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ηλιο</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>καης</i> (<span style="color: red;"><</span> [[καίω]]), [[πρβλ]]. <i>δια</i>-<i>καής</i>, <i>πυρι</i>-<i>καής</i>].
}}
}}

Revision as of 09:25, 23 August 2021

Greek Monolingual

-ές (Α ἡλιοκαής, -ές)
ο καμένος από τον ήλιο, ηλιοκαμένος
αρχ.
το ουδ. ως ουσ. τo ἡλιοκαές
είδος φαρμακευτικής σκόνης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ηλιο- + -καης (< καίω), πρβλ. δια-καής, πυρι-καής].