Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ηδύχρους: Difference between revisions

From LSJ
(16)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=ἡδύχρους, -ουν και -οος, -οον (AM)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει [[γλυκό]], ευχάριστο [[χρώμα]] («ἡδύχροα πρόσωπα»)<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τo ἡδύχρουν</i><br />το ηδύπνουν, [[αρνί]] που τρέφεται [[ακόμη]] με το μητρικό [[γάλα]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το ηδύχρουν</i><br />[[γένος]] εντόμων της οικογένειας τών χρυσιδιδών<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>συνεκδ.</b> [[εύοσμος]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τo ἡδύχρουν</i><br />[[είδος]] μυρωδικού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ηδυ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>χρους</i> (<span style="color: red;"><</span> -<i>χροος</i> <span style="color: red;"><</span> <i>χρως</i> «[[χρώμα]]»), <b>[[πρβλ]].</b> <i>ά</i>-<i>χρους</i>, <i>μελανό</i>-<i>χρους</i>].
|mltxt=ἡδύχρους, -ουν και -οος, -οον (AM)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει [[γλυκό]], ευχάριστο [[χρώμα]] («ἡδύχροα πρόσωπα»)<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τo ἡδύχρουν</i><br />το ηδύπνουν, [[αρνί]] που τρέφεται [[ακόμη]] με το μητρικό [[γάλα]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το ηδύχρουν</i><br />[[γένος]] εντόμων της οικογένειας τών χρυσιδιδών<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>συνεκδ.</b> [[εύοσμος]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τo ἡδύχρουν</i><br />[[είδος]] μυρωδικού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ηδυ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>χρους</i> (<span style="color: red;"><</span> -<i>χροος</i> <span style="color: red;"><</span> <i>χρως</i> «[[χρώμα]]»), [[πρβλ]]. <i>ά</i>-<i>χρους</i>, <i>μελανό</i>-<i>χρους</i>].
}}
}}

Revision as of 09:25, 23 August 2021

Greek Monolingual

ἡδύχρους, -ουν και -οος, -οον (AM)
1. αυτός που έχει γλυκό, ευχάριστο χρώμα («ἡδύχροα πρόσωπα»)
2. το ουδ. ως ουσ. τo ἡδύχρουν
το ηδύπνουν, αρνί που τρέφεται ακόμη με το μητρικό γάλα
νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ. το ηδύχρουν
γένος εντόμων της οικογένειας τών χρυσιδιδών
αρχ.
1. συνεκδ. εύοσμος
2. το ουδ. ως ουσ. τo ἡδύχρουν
είδος μυρωδικού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ηδυ- + -χρους (< -χροος < χρως «χρώμα»), πρβλ. ά-χρους, μελανό-χρους].