ηλιοφεγγής: Difference between revisions

From LSJ

Ἢ μὴ ποίει τὸ κρυπτὸν ἢ μόνος ποίει → Aut occulendum nil patra, aut solus patra → Tu nichts Verborgnes oder tue es allein

Menander, Monostichoi, 225
(16)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἡλιοφεγγής]], δωρ. τ. ἁλιοφεγγής, -ές (Α)<br />αυτός που φέγγει σαν τον ήλιο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ηλιο</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>φεγγης</i> (<span style="color: red;"><</span> [[φέγγος]], <i>το</i>), <b>[[πρβλ]].</b> <i>αστερο</i>-<i>φεγγής</i>, <i>νυκτερο</i>-<i>φεγγής</i>].
|mltxt=[[ἡλιοφεγγής]], δωρ. τ. ἁλιοφεγγής, -ές (Α)<br />αυτός που φέγγει σαν τον ήλιο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ηλιο</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>φεγγης</i> (<span style="color: red;"><</span> [[φέγγος]], <i>το</i>), [[πρβλ]]. <i>αστερο</i>-<i>φεγγής</i>, <i>νυκτερο</i>-<i>φεγγής</i>].
}}
}}

Revision as of 09:26, 23 August 2021

Greek Monolingual

ἡλιοφεγγής, δωρ. τ. ἁλιοφεγγής, -ές (Α)
αυτός που φέγγει σαν τον ήλιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ηλιο- + -φεγγης (< φέγγος, το), πρβλ. αστερο-φεγγής, νυκτερο-φεγγής].