ηλιοφεγγής

From LSJ

Ῥῦσέ με δεινῶν νοσημάτων, ἱερώτατε, ἱερωσύνην συναρμόσας ἐν χαρᾷ και ἐπιστήμης τὸ πολύτιμον κεφάλαιον → Deliver me from grievous afflictions, most holy one, joining sanctity together in joy with the precious fountainhead of knowledge

Source

Greek Monolingual

ἡλιοφεγγής, δωρ. τ. ἁλιοφεγγής, -ές (Α)
αυτός που φέγγει σαν τον ήλιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ηλιο- + -φεγγης (< φέγγος, το), πρβλ. αστεροφεγγής, νυκτεροφεγγής].