ημικύκλιος: Difference between revisions

From LSJ

Μακάριόν ἐστιν υἱὸν εὔτακτον τρέφειν → Felicitas eximia sapiens filius → Ein Glück ist's, einen Sohn, der brav ist, großzuziehn

Menander, Monostichoi, 342
(16)
 
m (Text replacement - "<i>τὸ [[" to "τὸ [[")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ο (AM [[ἡμικύκλιος]], -ον)<br /><b>1.</b> [[ημικυκλικός]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το ημικύκλιο</i><br />α) το μισό του κύκλου<br />β) <b>μαθ.</b> καθένα από τα δύο ίσα τμήματα στα οποία χωρίζεται [[ένας]] [[κύκλος]] από μια διάμετρο<br /><b>αρχ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ [[ἡμικύκλιον]]<br />α) [[κάθισμα]], [[έδρανο]] ημικυκλικό<br />β) [[στρατιωτικός]] [[τακτικός]] [[σχηματισμός]]<br />γ) ημικυκλικό ηλιακό [[ρολόγι]]<br />δ) [[τόπος]] διαμορφωμένος αμφιθεατρικά, που περιορίζεται από λίθινα καθίσματα και χρησιμεύει για δημόσιες συναθροίσεις<br />ε) οι σειρές τών λίθινων καθισμάτων στο αρχαίο [[θέατρο]], που ήταν τοποθετημένες ημικυκλικά<br />στ) ο [[τόπος]] δημόσιων συνελεύσεων στη Σάμο<br />ζ) ημικυκλική [[βάση]] αγάλματος<br />η) [[θόλος]]<br />θ) θεατρική [[μηχανή]]<br />ι) ήμισφαίριον<br />ια) (στους αρχ. Ρωμαίους) ημικυκλικό [[αναπαυτήριο]] στις Θέρμες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ημι</i>- <span style="color: red;">+</span> <i>κύκλ</i>-<i>ιος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[κύκλος]])].
|mltxt=-ο (AM [[ἡμικύκλιος]], -ον)<br /><b>1.</b> [[ημικυκλικός]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το ημικύκλιο</i><br />α) το μισό του κύκλου<br />β) <b>μαθ.</b> καθένα από τα δύο ίσα τμήματα στα οποία χωρίζεται [[ένας]] [[κύκλος]] από μια διάμετρο<br /><b>αρχ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> τὸ [[ἡμικύκλιον]]<br />α) [[κάθισμα]], [[έδρανο]] ημικυκλικό<br />β) [[στρατιωτικός]] [[τακτικός]] [[σχηματισμός]]<br />γ) ημικυκλικό ηλιακό [[ρολόγι]]<br />δ) [[τόπος]] διαμορφωμένος αμφιθεατρικά, που περιορίζεται από λίθινα καθίσματα και χρησιμεύει για δημόσιες συναθροίσεις<br />ε) οι σειρές τών λίθινων καθισμάτων στο αρχαίο [[θέατρο]], που ήταν τοποθετημένες ημικυκλικά<br />στ) ο [[τόπος]] δημόσιων συνελεύσεων στη Σάμο<br />ζ) ημικυκλική [[βάση]] αγάλματος<br />η) [[θόλος]]<br />θ) θεατρική [[μηχανή]]<br />ι) ήμισφαίριον<br />ια) (στους αρχ. Ρωμαίους) ημικυκλικό [[αναπαυτήριο]] στις Θέρμες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ημι</i>- <span style="color: red;">+</span> <i>κύκλ</i>-<i>ιος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[κύκλος]])].
}}
}}

Latest revision as of 12:45, 14 January 2019

Greek Monolingual

-ο (AM ἡμικύκλιος, -ον)
1. ημικυκλικός
2. το ουδ. ως ουσ. το ημικύκλιο
α) το μισό του κύκλου
β) μαθ. καθένα από τα δύο ίσα τμήματα στα οποία χωρίζεται ένας κύκλος από μια διάμετρο
αρχ.
το ουδ. ως ουσ. τὸ ἡμικύκλιον
α) κάθισμα, έδρανο ημικυκλικό
β) στρατιωτικός τακτικός σχηματισμός
γ) ημικυκλικό ηλιακό ρολόγι
δ) τόπος διαμορφωμένος αμφιθεατρικά, που περιορίζεται από λίθινα καθίσματα και χρησιμεύει για δημόσιες συναθροίσεις
ε) οι σειρές τών λίθινων καθισμάτων στο αρχαίο θέατρο, που ήταν τοποθετημένες ημικυκλικά
στ) ο τόπος δημόσιων συνελεύσεων στη Σάμο
ζ) ημικυκλική βάση αγάλματος
η) θόλος
θ) θεατρική μηχανή
ι) ήμισφαίριον
ια) (στους αρχ. Ρωμαίους) ημικυκλικό αναπαυτήριο στις Θέρμες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ημι- + κύκλ-ιος (< κύκλος)].