ημικύκλιος

From LSJ

ῥᾴδιον φθείρειν φαρμακεύσεσιν ἢ ἀποτροπαῖς ἢ καὶ κλοπαῖς → easy to spoil by means of sorcery or diverting or theft

Source

Greek Monolingual

-ο (AM ἡμικύκλιος, -ον)
1. ημικυκλικός
2. το ουδ. ως ουσ. το ημικύκλιο
α) το μισό του κύκλου
β) μαθ. καθένα από τα δύο ίσα τμήματα στα οποία χωρίζεται ένας κύκλος από μια διάμετρο
αρχ.
το ουδ. ως ουσ. τὸ ἡμικύκλιον
α) κάθισμα, έδρανο ημικυκλικό
β) στρατιωτικός τακτικός σχηματισμός
γ) ημικυκλικό ηλιακό ρολόγι
δ) τόπος διαμορφωμένος αμφιθεατρικά, που περιορίζεται από λίθινα καθίσματα και χρησιμεύει για δημόσιες συναθροίσεις
ε) οι σειρές τών λίθινων καθισμάτων στο αρχαίο θέατρο, που ήταν τοποθετημένες ημικυκλικά
στ) ο τόπος δημόσιων συνελεύσεων στη Σάμο
ζ) ημικυκλική βάση αγάλματος
η) θόλος
θ) θεατρική μηχανή
ι) ήμισφαίριον
ια) (στους αρχ. Ρωμαίους) ημικυκλικό αναπαυτήριο στις Θέρμες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ημι- + κύκλ-ιος (< κύκλος)].