ήπατος: Difference between revisions

From LSJ

Εἰ μὴ φυλάσσεις μίκρ', ἀπολεῖς τὰ μείζονα → Maiora perdes, minima ni servaveris → Wer Kleines nicht erhält, verliert das Größre auch

Menander, Monostichoi, 172
(16)
 
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἥπατος]], ό (Α)<br />[[ονομασία]] ψαριού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Πιθ. προέρχεται από το [[ήπαρ]]<br />έχει διατυπωθεί και η [[υπόθεση]] ότι η λ. [[είναι]] αιγυπτιακής προέλευσης].
|mltxt=[[ἥπατος]], ό (Α)<br />[[ονομασία]] ψαριού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Πιθ. προέρχεται από το [[ήπαρ]]<br />έχει διατυπωθεί και η [[υπόθεση]] ότι η λ. [[είναι]] αιγυπτιακής προέλευσης].
}}
}}

Latest revision as of 22:05, 29 December 2020

Greek Monolingual

ἥπατος, ό (Α)
ονομασία ψαριού.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Αβέβαιης ετυμολ. Πιθ. προέρχεται από το ήπαρ
έχει διατυπωθεί και η υπόθεση ότι η λ. είναι αιγυπτιακής προέλευσης].